- φυσιογνωσία
- η1) природоведение, естествознание; 2) биология
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φυσιογνωσία — η 1. το σύνολο των φυσικών επιστημών, που σκοπό τους έχουν τη μελέτη των φυσικών σωμάτων και των μεταβολών της ύλης. 2. η φυσιογνωσία της ενόργανης φύσης, η βιολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυσιογνωσία — η, Ν η μελέτη και η γνώση τής φύσης γενικώς, καθώς και το σύνολο τών επιστημών που αναφέρονται σε ολόκληρο τον φυσικό κόσμο, στις λεγόμενες φυσιογνωστικές επιστήμες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιο (για τη μορφή βλ. λ. φύση) + γνώση + κατάλ. ία (πρβλ.… … Dictionary of Greek
φυσιογνωστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιογνωσία 2. φρ. «φυσιογνωστικές επιστήμες» (παλαιός όρος) το σύνολο τών επιστημών που αναφέρονται στη φύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιογνωσία. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1893 στον Ιω. Σκαλτσούνη] … Dictionary of Greek
Μπαλτά, Γαλάτεια — (Ιωάννινα 1920 –). Φυσιογνώστρια και λογοτέχνης. Σπούδασε γεωπονία και φυσιογνωσία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και μουσική στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης (βιολί). Σταδιοδρόμησε ως καθηγήτρια φυσιογνώστρια στην Ελληνογαλλική Σχολή… … Dictionary of Greek
φυσιογνωστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιογνωσία (βλ. λ.), που είναι της φυσιογνωσίας: Φυσιογνωστικά μαθήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυσιογνώστης — ο θηλ. τρια αυτός που ασχολείται με τη φυσιογνωσία (βλ. λ.), ο καθηγητής των φυσιογνωστικών μαθημάτων (ζωολογίας, φυτολογίας, γεωλογίας, βιολογίας κτλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)